φρεζοκοπή

φρεζοκοπή
και παλ. τ. φραιζοκοπή, η, Ν
τεχνολ. κατεργασία με φρέζα, εκγλύφανση, μία από τις βασικές μεθόδους μηχανουργικής κατεργασίας, αλλ. φρεζάρισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρέζα + κοπή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”